Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να ανακουφίζει προσωρινά κάποια συμπτώματα αλλά δεν θεραπεύει το πρόβλημα της στένωσης της αορτικής βαλβίδας. Η μόνη οριστική θεραπεία είναι η αντικατάσταση της στενωμένης βαλβίδας. Ωστόσο, πολλοί ασθενείς είναι ήδη προχωρημένης ηλικίας όταν εμφανιστούν τα συμπτώματα και συχνά πάσχουν και από άλλες παθήσεις με αποτέλεσμα ο κίνδυνος της κλασσικής καρδιοχειρουργικής επέμβασης να γίνεται μεγάλος έως και απαγορευτικός. Ως αποτέλεσμα η χειρουργική αντικατάσταση σε αυτούς τους ασθενείς θεωρείται «υψηλού» κινδύνου και συχνά δεν υποβάλλονται σε χειρουργική θεραπεία. Ο υπολογισμός του κινδύνου της επέμβασης γίνεται με το Euroscore (http://www.euroscore.org/calc.html). Στις περιπτώσεις αυτές που ο υποψήφιος ασθενής για την τοποθέτηση βαλβίδας διακαθετηριακά με ελάχιστα επεμβατική μέθοδο με την τεχνική που διεθνώς ονομάζεται TAVI (Διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικών βαλβίδων).
Περιγράφεται η τοποθέτηση βαλβίδων από το μηρό (διαμηριαία), η δια-αορτική και διακορυφαία (διαθωρακική), η από την υποκλείδιο αρτηρία και την αριστερή καρωτίδα αρτηρία ανάλογα με τις ενδείξεις.
Όσον αφορά τα κλινικά αποτελέσματα στην καθημερινή πράξη, οι ανακοινώσεις από τα πρόσφατα μητρώα καταγραφής καταδεικνύουν ότι η θνητότητα στις 30 ημέρες στους ασθενείς υψηλού κινδύνου που υποβάλλονται στη διαδερμική διαμηριαία αντικατάσταση είναι κάτω από 5%.
Η διάρκεια καλής λειτουργίας των βαλβίδων είναι παρόμοια (δηλαδή 12-16 έτη) με τις κλασσικές βαλβίδες αφού κατασκευάζονται από τις ίδιες εταιρείες με τα ίδια υλικά. Ωστόσο, ακόμη και όταν δυσλειτουργήσουν θα είναι δυνατή η αντικατάστασή τους με νέες διακαθετηριακές βαλβίδες που θα εμφυτεύονται με τον ίδιο απλό τρόπο. Αυτό άλλωστε γίνεται ήδη σε ασθενείς που έχουν δυσλειτουργία παλαιών χειρουργικά τοποθετημένων βιοπροσθετικών βαλβίδων και σήμερα θεραπεύονται με τη διαδερμική μέθοδο αντί να υποβάλλονται σε νέα χειρουργική επέμβαση.
Κατά την προετοιμασία του ο ασθενής υποβάλλεται σε στεφανιογραφία (για έλεγχο των αρτηριών της καρδιάς), υπερηχογράφημα-τρίπλεξ αρτηριών των άκρων και των καρωτίδων, σπιρομέτρηση, υπερηχοκαρδιογράφημα, εξετάσεις αίματος και άλλες εξετάσεις που κρίνονται απαραίτητες ανάλογα με το ιστορικό του. Τέλος, ο ασθενής υποβάλλεται στην εξέταση της αξονικής αορτογραφίας. Με όλα τα αποτελέσματα, ο ασθενής εκτιμάται από όλη την Ιατρική ομάδα που θα συμμετέχει στην επέμβαση (Καρδιολόγοι, Καρδιοχειρουργοί, Αναισθησιολόγοι). Με τον έλεγχο αυτό συναποφασίζονται: ο τρόπος εμφύτευσης της βαλβίδας (διαμηριαία, δια της υποκλειδίου, διακορυφαία, κλπ), ο καταλληλότερος τύπος βαλβίδας (σε κάθε ασθενή και για λόγους ανατομίας ένας τύπος βαλβίδας συχνά υπερτερεί σε σχέση με τους άλλους), και το σωστό μέγεθος βαλβίδας.
Σήμερα, στην Ελλάδα για να υποβληθεί κάποιος σε επέμβαση TAVI θα πρέπει να παρουσιάζει κίνδυνο Euroscore μεγαλύτερο από 5%.
Όταν αποφασισθεί ότι ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί στη μέθοδο αυτή, τότε θα πρέπει να υποβάλει στο ταμείο του την αίτηση με τα ιατρικά πιστοποιητικά και τελικά μετά από καθορισμένη διαδικασία να εγκρίνει την τοποθέτηση το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ), αφού το τελικό κόστος είναι μεγάλο (υπολογίζεται περί τις 35000-40000 ευρώ συνολικά).
Η επέμβαση εκτελείται από ομάδα ειδικών ιατρών (Heart Team), καρδιοχειρουργούς και επεμβατικούς καρδιολόγους που έχουν την ανάλογη εμπειρία για την αντιμετώπιση των πιθανών επιπλοκών.
Η τελική συνολική νοσηλεία του ασθενή υπολογίζεται σε 4-7 ημέρες. Προηγείται μία ημέρα προεγχειρητικού ελέγχου και ακολουθεί η ημέρα της επέμβασης. Ο ασθενής μένει κλινήρης στην εντατική μονάδα την πρώτη νύχτα μετά την επέμβαση και κατόπιν νοσηλεύεται σε απλό θάλαμο για άλλες 2-4 περίπου ημέρες. Στην πλειοψηφία των ασθενών (80%) οι αρτηρίες του μηρού είναι κατάλληλες για την εμφύτευση της βαλβίδας μέσω αυτών. Κατά γενική ομολογία η διαμηριαία εμφύτευση είναι προτιμότερη καθώς είναι η λιγότερο παρεμβατική μέθοδος. Η δια της υποκλειδίου και η διακορυφαία εμφύτευση και οι άλλες μέθοδοι πραγματοποιείται μόνο στο 10-15% περίπου των ασθενών που οι αρτηρίες των μηρών είναι ακατάλληλες για διαμηριαία εμφύτευση (λόγω μικρού μεγέθους, στενώσεων κοκ.). Και οι ασθενείς αυτοί απολαμβάνουν τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου που είναι η μη ανάγκη στερνοτομής και εξωσωματικής κυκλοφορίας.
Οι κίνδυνοι της επέμβασης είναι η ανάγκη για τοποθέτηση μόνιμου βηματοδότη, ο αιφνίδιος θάνατος, το καρδιακό επεισόδιο από απόφραξη των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς, το εγκεφαλικό επεισόδιο από εμβολή, και επείγουσα ανάγκη για ανοικτό χειρουργείο για την αντιμετώπιση αιμορραγίας ή ρήξης αορτής ή καρδιάς. Άλλες επιπλοκές είναι τα αγγειακά προβλήματα στα σημεία της παρακέντησης, η επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας και οι λοιμώξεις.
Γενικά οι επιπλοκές θεωρούνται μικρές συγκριτικά με το όφελος της επιτυχημένης επέμβασης σε ασθενείς με αυξημένο χειρουργικό κίνδυνο.
Οι επεμβάσεις αυτές γίνονται σε ειδικά κέντρα που έχουν πιστοποιηθεί από το Υπουργείο Υγείας και το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ), όπως το Metropolitan General.