Η αορτοστεφανιαία παράκαμψη είναι μια επέμβαση για την αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου. Αποσκοπεί στην βελτίωση της ροής του αίματος στις στεφανιαίες αρτηρίες.
Ανάλογα με το ποσοστό και τον αριθμό των στενώσεων, λαμβάνονται είτε υγιείς αρτηρίες από τον θώρακα ή το χέρι του ασθενή, είτε υγιείς φλέβες από τα πόδια του ασθενή. Εν συνεχεία, τα αγγεία αυτά συνδέονται με τα αγγεία της καρδιάς, παρακάμπτοντας τις στενώσεις. Ως αποτέλεσμα, η ροή αίματος και οξυγόνου στον καρδιακό μυ βελτιώνεται.

Το bypass μπορεί να πραγματοποιηθεί με την κλασική μέθοδο ή με την μέθοδο της πάλλουσας καρδιάς.

Η κλασική μέθοδος συμπεριλαμβάνει την χρήση του μηχανήματος της εξωσωματικής κυκλοφορίας. Το μηχάνημα αυτό, αντικαθιστά την λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων επιτρέποντας στον χειρουργό να πραγματοποιήσει την επέμβαση με ακίνητη καρδιά, δίχως καθόλου αίμα. Με το πέρας της επέμβασης, γίνεται επανεκκίνηση της καρδιάς.

Η μέθοδος της πάλλουσας καρδιάς απαιτεί την χρήση σταθεροποιητών, οι οποίοι επιτρέπουν την ακινητοποίηση κάποιων τμημάτων στις επιφάνειες της καρδιάς. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιείται η επέμβαση με ασφαλές τρόπο ενώ ο καρδιακός μυς συσπάται κανονικά και η κυκλοφορία του αίματος παραμένει φυσιολογική.

Οι διεθνείς μελέτες, (Rooby Trial - https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMoa1614341, Coronary Trial - https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMoa1601564) έδειξαν πως οι επεμβάσεις με την κλασσική μεθόδο έχουν εφάμιλλα ή και καλύτερα αποτελέσματα από τις επεμβάσεις με πάλλουσα καρδιά.

Φαίνεται ότι από τις επεμβάσεις με πάλλουσα καρδιά ωφελούνται οι ασθενείς με πορσελανοειδή ανιούσα αορτή, νεφρική ανεπάρκεια, περιφερική αγγειοπάθεια.

Ένας χειρουργός πρέπει να βρίσκεται σε θέση να πραγματοποιήσει και τους δύο τύπους επεμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο χειρουργός ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά σε κάθε ασθενή.