Η χρήση των μοσχευμάτων στις περιπτώσεις του μπαϊπάς είναι ανάλογη των χαρακτηριστικών του ασθενή (ύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη, οστεοπόρωση), των στεφανιαίων αγγείων του και το πόσο είναι αποφραγμένα αυτά.
Τα μοσχεύματα που χρησιμοποιούνται σήμερα στις επεμβάσεις μπαϊ πας είναι αρτηριακά (κυρίως η μαστική αρτηρία από το στέρνο, η κερκιδική αρτηρία από το χέρι και η γαστροεπιπλοϊκή αρτηρία από το στομάχι) και φλεβικά (η μείζων σαφηνής φλέβα του ποδιού).
Το μπαϊπας γίνεται όταν η βλάβη του στεφανιαίου αγγείου είναι μεγαλύτερη από 50%. Θεωρείται μέτρια όταν είναι κάτω από 70% και πολύ σοβαρή όταν είναι πάνω από 90%.
Ο βαθμός απόφραξης του στεφανιαίου αγγείου επηρεάζει τελικά μόνο τα αρτηριακά μοσχεύματα και όχι τα φλεβικά.
Όταν λοιπόν η βλάβη είναι μέτρια θα πρέπει να χρησιμοποιείται κυρίως φλεβικό μόσχευμα, γιατί το αρτηριακό μόσχευμα πολύ γρήγορα βουλώνει.
Αναλυτικά, η επιλογή για το ποιο μόσχευμα θα χρησιμοποιηθεί σε ποιο στεφανιαίο αγγείο δείχνει ότι οι μαστικές αρτηρίες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε όλα τα στεφανιαία αγγεία και ιδιαίτερα στην αριστερή στεφανιαία αρτηρία σε όλα τα επίπεδα της βλάβης της, δηλαδή σε βλάβες μέτριες και πάνω.
Η έσω μαστική αρτηρία θεωρείται το ιδανικό μόσχευμα για την καρδιά, αφού παρουσιάζει βατότητα πάνω από 95% σε μελέτες 10-ετίας, όταν χρησιμοποιείται ως παράκαμπτήριο μόσχευμα στον πρόσθιο κατιόντα κλάδο.
Η έσω μαστική αρτηρία, ως μέσο επαναιμάτωσης του ισχαιμούντος μυοκαρδίου, είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά από τον Vineberg το 1956, με την τεχνική της ελεύθερης εναπόθεσής της μέσα στο μυοκάρδιο.
Η πρώτη επιτυχής αναστόμωση μαστικής αρτηρίας στον πρόσθιο κατιόντα κλάδο έγινε το 1964 από το Ρώσο Kolessov στην Αγία Πετρούπολη σε πάλλουσα καρδιά.
H ευρεία διάδοσή της πραγματοποιήθηκε αργότερα από τον Green το 1968 με την υποστήριξη της εξωσωματικής κυκλοφορίας. Από τότε η αναστόμωση της αριστερής μαστικής αρτηρίας στον πρόσθιο κατιόντα στεφανιαίο κλάδο αποτέλεσε την τεχνική επιλογής, αφού οι πρώτες κλινικές μελέτες έδειξαν ότι παράλληλα με την εισαγωγή της μαστικής αρτηρίας, επήλθε μείωση των μετεγχειρητικών καρδιολογικών προβλημάτων και βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης σε σχέση με τους ασθενείς που είχαν μόνο φλεβικά μοσχεύματα.
Τα εξαιρετικά αυτά αποτελέσματα μπορούν να αποδοθούν σε πλειάδα συγκριτικών πλεονεκτημάτων της μαστικής αρτηρίας σε σχέση με τα άλλα χρησιμοποιούμενα αρτηριακά ή φλεβικά μοσχεύματα:
- Αποτελεί μία ελαστικού τύπου αρτηρία σε αντίθεση με άλλες αρτηρίες (κερκιδική) που είναι μυικού τύπου αρτηρίες.
- Μεγαλύτερη ανθεκτικότητα της μαστικής αρτηρίας στην αθηροσκλήρυνση.
- Η μαστική αρτηρία διατηρεί λειτουργικό ενδοθήλιο. Το ενδοθήλιο της παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στις υψηλές συστηματικές αρτηριακές πιέσεις και στη σφυγμική ροή αίματος. Επίσης, παρουσιάζει μεγαλύτερη παραγωγή προστακυκλίνης και νιτρικού οξέος, που δρουν προστατευτικά.
- Η διάμετρος της μαστικής αρτηρίας είναι ανάλογη των στεφανιαίων αρτηριών.
- Η έμμισχη μαστική αρτηρία έχει τη δυνατότητα αυτορρύθμισης της αιματικής της ροής ανάλογα με τις ενεργειακές ανάγκες του μυοκαρδίου.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την απογυμνωμένη μαστική αρτηρία αφού:
- Ως ελαστική αρτηρία θρέφεται από το ενδοθήλιο της και δεν έχει ανάγκη των vasa vasorum
- Έχει μεγαλύτερο μήκος και θεωρητικά μπορεί να προσεγγίσει ευκολότερα τους στεφανιαίους στόχους
- Tο προσδόκιμο βατότητας είναι εφάμιλλο της μισχωτής μαστικής αρτηριάς σε υποομάδες ασθενών, όπως οι ηλικιωμένοι και οι διαβητικοί, αναφέρεται ότι μπορεί να ελαττώσει τις επιπλοκές διάστασης και επιμόλυνσης του στερνικού τραύματος.
Ο χρυσός κανόνας της καρδιοχειρουργικής σήμερα είναι η χρήση της έμμισχης ή απογυμνωμένης αριστερής μαστικής αρτηρίας για παρακαμπτήριο μόσχευμα στον πρόσθιο κατιόντα κλάδο.
Στο μόνο αγγείο που το φλεβικό μόσχευμα είναι καλύτερο της μαστικής αρτηρίας είναι η κυρίως δεξιά στεφανιαία αρτηρία και όταν η βλάβη της είναι μικρότερη του 70%.
Η χρήση των άλλων αρτηριακών μοσχευμάτων ενδείκνυται σε όλες τις περιπτώσεις όπου η βλάβη του αγγείου είναι πολύ σοβαρή, δηλαδή >90%. Οι μελέτες δείχνουν ότι τα αρτηριακά αυτά μοσχεύματα είναι κατώτερα των φλεβικών στα πρώτα χρόνια μετά την επέμβαση, όταν το στεφανιαίο αγγείο που χρησιμοποιούνται παρουσιάζει όχι πολύ σοβαρή βλάβη.
Από την άλλη μεριά, αναφέρθηκε, ότι η αρτηριοσκλήρυνση είναι η κύρια αιτία απόφραξης των φλεβικών μοσχευμάτων.
Έτσι μεταξύ 1 και 5 χρόνια μετά από το μπαϊ πας, 1-2% των φλεβικών μοσχευμάτων βουλώνουν κάθε χρόνο. Ο ρυθμός αυτός αυξάνει σε 4-5% μεταξύ του 6-10 χρόνου μετά το μπαϊ πας.
Έτσι στα 10 χρόνια μετά την επέμβαση υπολογίζεται ότι 60% των μοσχευμάτων μόνο λειτουργούν. Σε αντίθεση, η έσω μαστική αρτηρία αποτελεί το ιδανικό μόσχευμα, αφού είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στην αρτηριοσκλήρυνση. Έτσι μόνο 4% παρουσιάζει αρτηριοσκλήρυνση, και μόνο 1% είναι σε τέτοιο βαθμό που βουλώνει το αγγείο. Έτσι μετά από 10 χρονία από το χειρουργείο παρουσιάζει απόφραξη μόνο το 10% των μαστικών αγγείων. Η έρευνα για τα άλλα αγγεία συνεχίζεται, ενώ οι ενδείξεις δείχνουν μία μέση διάρκεια ζωής στα αγγεία ανάμεσα στη μαστική αρτηρία και το φλεβικό μόσχευμα, αλλά μόνον όταν ακολουθούνται οι κανόνες που αναφέρθηκαν.
Συμπερασματικά, η σωστή αντιμετώπιση για τη στεφανιαία νόσο τριών αγγείων της καρδιάς είναι το μπαϊ πας. Η χρήση της μιας ή και των δυο μαστικών πρέπει να αποτελεί κανόνα σε κάθε επέμβαση εκτός αν υπάρχουν άλλες αντενδείξεις. Η περαιτέρω χρησιμοποίηση των αρτηριακών ή φλεβικών μοσχευμάτων εξαρτάται απόλυτα από τη βαρύτητα της βλάβης των στεφανιαίων αγγείων με απόλυτη ένδειξη χρησιμοποίησης των άλλων αρτηριακών μοσχευμάτων (κερκιδική αρτηρία) την μεγαλύτερη από 90% στένωση του αγγείου.