Το έλλειμμα του διαφράγματος ανάμεσα στον αριστερό και δεξιό κόλπο της καρδιάς ονομάζεται μεσοκολπική επικοινωνία, και μπορεί να είναι ποικίλου μεγέθους. Είναι η συχνότερη συγγενής καρδιοπάθεια στους ενήλικες και δύο φορές συχνότερη στις γυναίκες.
Ανάλογα με την εντόπισή του διακρίνεται σε δευτερογενές μεσοκολπικό έλλειμμα (Ostium secundum), σε έλλειμμα του φλεβώδους κόλπου ή της άνω κοίλης φλέβας (Sinus venosus ASD), σε πρωτογενές μεσοκολπικό έλλειμμα (Ostium primum), σε χαμηλό μεσοκολπικό έλλειμμα ή της κάτω κοίλης φλέβας (Inferior Vena Caval Defect) και σε έλλειμμα του στεφανιαίου κόλπου (Coronary Sinus ASD- Unroofed Coronary Sinus).
Όταν η επικοινωνία δεν είναι πολύ μεγάλη, αρχικά δεν προκαλεί συμπτώματα, αλλά με την πάροδο της ηλικίας αυτό αλλάζει. Τα κυριότερα συμπτώματα είναι δύσπνοια προσπάθειας, αίσθημα παλμών, προκάρδιο άλγος, εμφάνιση καρδιακή ανεπάρκεια και υποτροπιάζουσες πνευμονικές λοιμώξεις. Όταν δεν αντιμετωπίζεται εγκαίρως προκαλούνται επιπλοκές, όπως είναι οι αρρυθμίες, η ενδοκαρδίτιδα και η πνευμονική υπέρταση.
Η κλινική εξέταση με ακρόαση καρδιάς, η απλή ακτινογραφία θώρακος, το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το υπερηχοκαρδιογράφημα καθώς και ο δεξιός καρδιακός καθετηριασμός. Οι ασθενείς με ηλικία πάνω από τα 40 έτη, πρέπει να υποβάλλονται σε κλασσική στεφανιογραφία προεγχειρητικά.
Σήμερα, η αντιμετώπιση του γίνεται μόνο απαιτείται από τα αιμοδυναμικά ευρήματα (Σχέση πνευμονικής προς συστηματική ροή - QP/QS>1,5 ) στο υπερηχοκαρδιογράφημα ή στον καθετηριασμό της καρδιάς. Οι ασθενείς αντιμετωπίζονται ανάλογα με τις ενδείξεις είτε με διαδερμική, διακαθετηριακή τοποθέτηση ομπρέλας αποκλεισμού της επικοινωνίας, εφόσον το μέγεθος του ελλείμματος είναι κάτω των 40 χιλιοστά, είτε αντιμετωπίζονται χειρουργικά με εξωσωματική κυκλοφορία και σύγκλεισή του με μόσχευμα από το περικάρδιο του ίδιου του ασθενή ή από βιολογικό βόειο περικάρδιο. Οι μετεγχειρητικές επιπλοκές είναι σπάνιες με κυριότερες τις υπερκοιλιακές αρρυθμίες και τον κολποκοιλιακό αποκλεισμό. Οι επεμβάσεις αυτές διακαθετηριακές ή κλασσικές χειρουργικές συνοδεύονται με σχεδόν μηδενική θνητότητα, ωστόσο ο κίνδυνος αυξάνεται σε περιπτώσεις ασθενών με πνευμονική υπέρταση.