Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να ανακουφίζει προσωρινά κάποια συμπτώματα αλλά δεν θεραπεύει το πρόβλημα της στένωσης της αορτικής βαλβίδας. Η μόνη οριστική θεραπεία είναι η αντικατάσταση της στενωμένης βαλβίδας. Ωστόσο, πολλοί ασθενείς είναι ήδη προχωρημένης ηλικίας όταν εμφανιστούν τα συμπτώματα και συχνά πάσχουν και από άλλες παθήσεις με αποτέλεσμα ο κίνδυνος της κλασσικής καρδιοχειρουργικής επέμβασης να γίνεται μεγάλος έως και απαγορευτικός. Ως αποτέλεσμα η χειρουργική αντικατάσταση σε αυτούς τους ασθενείς θεωρείται «υψηλού» κινδύνου και συχνά δεν υποβάλλονται σε χειρουργική θεραπεία. Ο υπολογισμός του κινδύνου της επέμβασης γίνεται με το Euroscore (http://www.euroscore.org/calc.html). Στις περιπτώ- σεις αυτές ο ασθενής είναι υποψήφιος για την τοποθέτηση βαλβίδας διαδερμικά ή με ελάχιστα επεμβάτική μέθοδο με την τεχνική που διεθνώς ονομάζεται TAVI (Διακαθετηριακή τοποθέτηση αορτικών βαλβίδων).
Περιγράφεται η τοποθέτηση βαλβίδων από το μηρό (διαμηριαία), η δια-αορτική και διακορυφαία (διαθωρακική), η από την υποκλείδιο αρτηρία και την αριστερή καρωτίδα αρτηρία ανάλογα με τις ενδείξεις.
Όσον αφορά τα κλινικά αποτελέσματα στην καθημερινή πράξη, οι ανακοινώσεις από τα πρόσφατα μητρώα καταγραφής καταδεικνύουν ότι η θνητότητα στις 30 ημέρες στους ασθενείς υψηλού κινδύνου που υποβάλλονται στη διαδερμική διαμηριαία αντικατάσταση είναι κάτω από 10%.
Η διάρκεια καλής λειτουργίας των βαλβίδων είναι παρόμοια (δηλαδή 12-16 έτη) με τις κλασσικές βαλβίδες αφού κατασκευάζονται από τις ίδιες εταιρείες με τα ίδια υλικά. Ωστόσο, ακόμη και όταν δυσλειτουργήσουν θα είναι δυνατή η αντικατάστασή τους με νέες διαδερμικές βαλβίδες που θα εμφυτεύονται με τον ίδιο απλό τρόπο. Αυτό άλλωστε γίνεται ήδη σε ασθενείς που έχουν δυσλειτουργία παλαιών χειρουργικά τοποθετημένων βιοπροσθετικών βαλβίδων και σήμερα θεραπεύονται με τη διαδερμική μέθοδο αντί να υποβάλλονται σε νέα χειρουργική επέμβαση.
Η καταλληλότητα του ασθενούς ελέγχεται συνήθως με 24ωρη παραμονή στο Νοσοκομείο. Σε αυτό το διάστημα εκτελούνται στεφανιογραφία (για έλεγχο των αρτηριών της καρδιάς), αγγειογραφίες αρτηριών των άκρων (για να διαπιστωθεί η καταλληλότητά τους για την εισαγωγή της βαλβίδας), αξονική τομογραφία, υπερηχοκαρδιογράφημα, εξετάσεις αίματος και άλλες εξετάσεις που κρίνονται απαραίτητες ανάλογα με τις ιδιεταιρότητες κάθε ασθενούς. Επίσης κατά την νοσηλεία αυτή ο ασθενής εκτιμάται από όλη την Ιατρική ομάδα που θα συμμετέχει στην επέμβαση (Καρδιολόγοι, Καρδιοχειρουργοί, Αναισθησιολόγοι). Με τον έλεγχο αυτό αποφασίζονται: ο τρόπος εμφύτευσης της βαλβίδας (διαμηριαία, δια-αορτικά, διακορυφαία κοκ.), ο καταλληλότερος τύπος βαλβίδας (σε κάθε ασθενή και για λόγους ανατομίας ένας τύπος βαλβίδας συχνά υπερτερεί σε σχέση με τους άλλους), και το σωστό μέγεθος βαλβίδας.
Όταν αποφασισθεί ότι ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί στη μέθοδο αυτή, τότε θα πρέπει να υποβάλει στο ταμείο του την αίτηση με τα πιστοποιητικά των γιατρών του και τελικά μετά από καθορισμένη διαδικασία να εγκρίνει την τοποθέτηση το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ), αφού το τελικό κόστος είναι μεγάλο (υπολογίζεται περί τις 35000 ευρώ συνολικά).
Η επέμβαση εκτελείται από ομάδα ειδικών ιατρών (Heart Team), καρδιοχειρουργούς και επεμβατικούς καρδιολόγους που έχουν την ανάλογη εμπειρία για την αντιμετώπιση των πιθανών επιπλοκών.
Η τελική συνολική νοσηλεία του ασθενή υπολογίζεται σε 5-7 ημέρες. Προηγείται μία ημέρα προεγχειρητικού ελέγχου και ακολουθεί η ημέρα της επέμβασης. Ο ασθενής μένει κλινήρης στην εντατική μονάδα την πρώτη νύχτα μετά την επέμβαση και κατόπιν νοσηλεύεται σε απλό θάλαμο για άλλες 2-4 περίπου ημέρες. Στην πλειοψηφία των ασθενών (80%) οι αρτηρίες του μηρού είναι κατάλληλες για την εμφύτευση της βαλβίδας μέσω αυτών. Κατά γενική ομολογία η διαμηριαία εμφύτευση είναι προτιμότερη καθώς είναι η λιγότερο παρεμβατική μέθοδος. Η δια-αορτική και η διαθωρακική εμφύτευση και οι άλλες μέθοδοι πραγματοποιείται μόνο στο 20% περίπου των ασθενών που οι αρτηρίες των μηρών είναι ακατάλληλες για διαμηριαία εμφύτευση (λόγω μικρού μεγέθους, στενώσεων κοκ.). Και οι ασθενείς αυτοί απολαμβάνουν τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου που είναι η μη ανάγκη στερνοτομής και εξωσωματικής κυκλοφορίας.
Πιθανοί κίνδυνοι είναι αιφνίδιος θάνατος, καρδιακό επεισοδίο, εγκεφαλικό επεισοδίο, ανάγκη για τοποθέτηση μόνιμου βηματοδότη και επείγουσα ανάγκη για ανοικτό χειρουργείο για την αντιμετώπιση αιμορραγίας ή ρήξης αορτής ή καρδιάς. Άλλες λιγότερο σοβαρές επιπλοκές είναι οι τραυματισμοί στα σημεία της παρακέντησης, η επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, οι αιμορραγίες ή και λοιμώξεις.
Γενικά οι επιπλοκές θεωρούνται μικρές συγκριτικά με το όφελος της επιτυχημένης επέμβασης.
Οι επεμβάσεις αυτές γίνονται σε ειδικά κέντρα που έχουν πιστοποιηθεί από το Υπουργείο Υγείας και το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ). Τέτοια κέντρα είναι η Διακλαδική Καρδιοχειρουργική Κλινική των Ενόπλων Δυνάμεων στο 401ΓΣΝΑ και το Ερρίκος Ντυναν Medical Center, όπου και δραστηριοποιούμαι.