Υπάρχουν δύο μέθοδοι θεραπείας των ανευρυσμάτων, η ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή, διακαθετηριακή και η ανοικτή χειρουργική.

Τα προτερήματα της ενδαγγειακής μεθόδου είναι προφανή: απουσία τομής, ελαττωμένες επιπλοκές, ελαττωμένη θνητότητα, πιο γρήγορη έξοδο από το νοσοκομείο, γρήγορη ανάρρωση και απουσία σημαντικού μετεγχειρητικού πόνου.

Τα συχνότερα ανευρύσματα που αντιμετωπίζονται ενδαγγειακά είναι στη κατιούσα θωρακική αορτή. Η διακαθετηριακή μέθοδος με τη χρήση τελευταίας γενιάς ενδομοσχευμάτων (αορτικά stent) έχει σχεδόν πλήρως αντικαταστήσει την ανοικτή χειρουργική επέμβαση με άριστα αποτελέσματα.

Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος της τεχνολογίας μας έχει επιτρέψει να επεκτείνουμε τη χρήση της διακαθετηριακής μεθόδου και στα σύνθετα ανευρύσματα του αορτικού τόξου και τα θωρακοκοιλιακά. Η θεραπεία στις θέσεις αυτές επιτυγχάνεται με τη χρήση εξειδικευμένων Θυριδωτών (Fenestrated) ή Διακλαδούμενων (Branched) μοσχευμάτων. Στα ειδικά αυτά ανευρύσματα υπάρχουν σαφείς ενδείξεις και αντενδείξεις για την εφαρμογή της διακαθετηριακής επέμβασης. Σήμερα, οι διακαθετηριακές επεμβάσεις πραγματοποιούνται σε ασθενείς που η ανοικτή επέμβαση αποτελεί αντένδειξη λόγω άλλων προβλημάτων.

Οι διακαθετηριακές επεμβάσεις διενεργούνται από χειρουργούς με εμπειρία και στις δύο μεθόδους, σε Χειρουργεία τελευταίας τεχνολογίας που ονομάζονται υβριδικά χειρουργεία και πραγματοπιούνται με υλικά εξαιρετικά σύγχρονης τεχνολογίας.

Ο ασθενής προεγχειρητικά έχει υποβληθεί σε αξονική αορτογραφία για να υπολογισθεί ακριβώς το μέγεθος του μοσχεύματος σε διάμετρο και μήκος.

Στην ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή μέθοδο γίνεται παρασκευή συνήθως της μίας μηριαίας αρτηρίας στην βουβωνική χώρα. Μετά ακολουθεί παρακέντηση με βελόνη και με την βοήθεια συρμάτων οδηγών και καθετήρων τοποθετείται το μόσχευμα μέσα στο αυλό του ανευρύσματος πάντα υπό την καθοδήγηση του ακτινοσκοπικού μηχανήματος. Ακολουθεί τελική αγγειογραφία για την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων.

Οι αιμοδυναμικές πιέσεις στη θωρακική αορτή είναι σημαντικά πιο μεγάλες από αυτές στην κοιλιακή αορτή. Αυτό έχει σαν συνέπεια την ανάγκη για πιο ανθεκτικά ενδομοσχεύματα ικανά να ανθίσταται στις αντίξοες αυτές συνθήκες.

Η ισχαιμία του νωτιαίου μυελού με πιθανή συνέπεια την εμφάνιση παραπληγίας στον ασθενή αποτελεί μια φοβερή επιπλοκή, που οφείλεται στην αρτηρία του Adamkiewicz, η οποία μπορεί να καλυφθεί από το μόσχευμα και της οποίας η θέση δεν είναι σταθερή. Η πιθανότητα αυτή μειώνεται όταν το μήκος του μοσχεύματος είναι μικρότερο από 20εκ, όταν δεν παρατηρείται πτώση της αρτηριακής πίεσης διεγχειρητικά <70mmHg και προχωρήσουμε σε παροχέτευση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού όταν η πίεση του είναι >10mmHg.

Άλλο πρόβλημα της μεθόδου είναι οι ενδοδιαφυγές ανάμεσα στο μόσχευμα και το τοίχωμα της αορτής, το οποίο μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω αντιμετώπισης.

Ο μέσος χρόνος νοσηλείας είναι 3-4 ημέρες.

Η μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών μετά από ενδαγγειακή αποκατάσταση λαμβάνει μεγαλύτερη αξία σε σύγκριση με την ανοιχτή χειρουργική αποκατάσταση και γίνεται με την αξονική αορτογραφία.