Η ανθρώπινη εχινοκοκκίαση προκαλείται από βρώση αυγών του echinococcus, που απεκκρίνονται σε κόπρανα σαρκοφάγων, που αποτελούν κύριους ξενιστές. Ο άνθρωπος είναι ενδιάμεσος ξενιστής στον κύκλο ζωής του παρασίτου. Υπάρχουν τέσσερα είδη εχινόκοκκου, από τα οποία ο echinococcus granulosus (κυστική υδατίδα νόσος) και ο echinococcus multilocularis (κυψελιδική υδατίδα νόσος) είναι τα κοινά ανθρώπινα παθογόνα.
Η ανθρώπινη λοίμωξη εμφανίζεται κυρίως, όταν αυγά που αποβάλλονται με κόπρανα σκύλων, καταπίνονται τυχαία. Τα έμβρυα που απελευθερώνονται εισέρχονται στην κυκλοφορία και μεταφέρονται σε διάφορα όργανα, όπου συγκροτούν υδατίδες κύστεις. Οι κύστεις αποτελούνται από τρία στρώματα, ένα εσωτερικό με βλαστικά στοιχεία, ένα υποστηρικτικό ενδιάμεσο στρώμα και ένα εξωτερικό που παράγεται από τον ξενιστή. Οι κύστεις μπορεί να αυξηθούν σε μέγεθος και να γίνουν τεράστιες. Η συντριπτική πλειοψηφία των κύστεων εμφανίζεται στο συκώτι (πάνω από 60%). Ο πνεύμονας προσβάλλεται στο 30%, ενώ σπανιότερα οι υδατίδες κύστεις εγκαθίστανται σε άλλους ιστούς (π.χ. εγκέφαλο, οστά, σκελετικούς μύες, νεφρούς, σπλήνα). Η συνύπαρξη πολλαπλών κύστεων παρατηρείται σε αρκετούς ασθενείς.
Στη χώρα μας, σε μία σχετική έρευνα βρέθηκε ότι οι σκύλοι ήταν μολυσμένοι από Echinococcus granulosus granulosus σε ποσοστό 0,17%!
Στον άνθρωπο, ο ετήσιος δείκτης μόλυνσης είναι 3,1-4,3/100.000 κατοίκους και ανιχνεύθηκαν ειδικές ανοσοσφαιρίνες IgG στο 0,1-0,5% των υγιών ατόμων στη Μακεδονία και το 24,1% των ασθενών σε Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης.
Τα συμπτώματα που προκαλεί η εχινοκόκκωση ποικίλλουν ανάλογα με την εντόπιση των κύστεων και συνήθως ομοιάζουν με αυτά των χωροκατακτητικών νεοπλασμάτων. Η εντόπιση στους πνεύμονες, μπορεί να προκαλέσει στηθάγχη, δύσπνοια, βήχα και σπάνια, αιμόπτυση. Επίσης, έχουν αναφερθεί ασυμπτωματικοί ασθενείς. Επιπλέον, η ρήξη των εχινοκοκκικών κύστεων μπορεί να προκαλέσει πυρετό, κνίδωση ή ακόμη και σοβαρή αναφυλακτική αντίδραση, λόγω της ισχυρής αντιγονικής δράσης του υδατιδικού υγρού. Η διάγνωση γίνεται με απεικονιστικό έλεγχο (υπέρηχο, αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία) και ειδικές εξετάσεις αίματος. Οι ορολογικές δοκιμές έχουν ποικίλλη ευαισθησία και είναι επιβοηθητικές της διάγνωσης μόνο σε θετικό αποτέλεσμα. Η περιφερική εωσινοφιλία, ίσως, καθοδηγήσει τον κλινικό, αλλά δεν είναι ειδική του νοσήματος και δεν είναι πάντα παρούσα.
Η θεραπεία εκλογής για την εχινοκόκκωση είναι η χειρουργική αφαίρεση των κύστεων. Κατά την εξαίρεση των εν λόγω κύστεων του E. granulosus, όπως ήδη αναφέρθηκε, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην ακεραιότητα της μεμβράνης τους. Η ρήξη αυτών, συνεπάγεται, συνήθως, την ανάπτυξη δευτερογενών, πολυπληθών υδατίδων κύστεων και επιδείνωση του προβλήματος μακροπρόθεσμα ή ακόμη και οξεία αναφυλακτική αντίδραση, καθώς το υδατιδικό υγρό είναι ιδιαίτερα αλλεργιογόνο. Κάποιες κλινικές πραγματοποιούν την αναρρόφηση του υδατιδικού υγρού των κύστεων υπό την καθοδήγηση αξονικού τομογράφου, στη συνέχεια κάνουν έγχυση εντός της κύστεων ενός σκωληκοκτόνου παράγοντα (π.χ. υπέρτονος φυσιολογικός ορός) και κατόπιν κάνουν και πάλι αναρρόφηση του υγρού.
Επιπλέον, η χρήση της αντιπαρασιτικής ουσίας αλμπενταζόλης (albedazole) στη δόση των 400 mg δύο φορές την ημέρα με από το στόμα χορήγηση για τους ενήλικες και στην δόση των 7,5 mg/kg δύο φορές την ημέρα για τα παιδιά, είναι θεραπευτική στο 30-40% των ασθενών, ενώ μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί για να αναστείλει την ανάπτυξη των κύστεων σε περιστατικά που η χειρουργική αφαίρεση είναι αδύνατη.
Επιπλέον, η αλμπενταζόλη χορηγείται συχνά πριν την χειρουργική επέμβαση για την πρόληψη της εμφάνισης δευτερογενών εχινοκοκκικών κύστεων, στην περίπτωση που επέλθει ρήξη των πρωτογενών.